Μάκρη και Λιβίσι Λυκίας: δύο δίδυμες μικρασιατικές κοινότητες
Η Μάκρη και το Λιβίσι, γνωστές σήμερα ως Fethiye και Kayaköy αντίστοιχα, βρίσκονται στα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας -απέναντι και ανατολικά της Ρόδου. Η Μάκρη, παραλιακή πόλη με λιμάνι, απέχει μόλις 36 ναυτικά μίλια από τη Ρόδο, 151 χλμ από την Μαρμαρίδα και 295 χλμ από την Αττάλεια. Το Λιβίσι, 8 χλμ. νότια του κόλπου της Μάκρης στο νότιο μέρος μεγάλης κοιλάδας, είναι χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε βραχώδη υψώματα, στις υπώρειες μιας κορυφογραμμής του Κράγου (σε πλαγιά του Karadağ, πρόβουνουτου Baba dağ.) όπως μαρτυρά και το τουρκικό όνομά του Kayaköy που σημαίνει βραχοχώρι. Ένας οικισμός σε μεγάλο βαθμό εγκαταλελειμμένος σήμερα, ένα χωριό φάντασμα (hayalet köy), όπως επίσης είναι γνωστό στους ντόπιους, με τα πέτρινα σπίτια του να στέκουν ακόμη όρθια αποτελεί σύμβολο της Ανταλλαγής. Τόσο η Μάκρη όσο και το Λιβίσι έχουν κτιστεί στα ερείπια σημαντικών οικισμών της αρχαίας Λυκίας, η μεν Μάκρη στην τοποθεσία της αρχαίας Τελμησσού, το δε Λιβίσι στην θέση της αρχαίας Καρμυλησσού.
Η Λυκία, η οποία κατοικείται από την 3η χιλιετία π.Χ. είναι μία από τις περιοχές της Μικράς Ασίας που ανέπτυξε ιδιότυπο πολιτισμό με κύρια χαρακτηριστικά του την λυκιακή διάλεκτο και την ιδιαίτερη ταφική αρχιτεκτονική. Άλλες γνωστές πόλεις της Λυκίας είναι τα Μύρα-όπου και ο περίφημος ναός του Αγ.Νικολάου-, τα Λίμυρα, τα Πάταρα, τα Οινόανδα, η Τλως, η Ξάνθος. Κατά τον Στράβωνα ο κόλπος της Μάκρης λεγόταν κόλπος του Γλαύκου από τον βασιλιά της αρχαίας πόλης Τελμησσού. Οι λαξευμένοι μέσα σε απόκρημνους βράχους όρθιοι τάφοι, χαρακτηριστικό όλης της περιοχής της Λυκίας, απαντώνται και στην περιοχή της Μάκρης με πιο εντυπωσιακό τον τάφο του Αμύντα που δεσπόζει πάνω από τη πόλη και το λιμάνι της. Άλλα απομεινάρια της πλούσιας ιστορίας της είναι οι περίφημα διατηρημένες σαρκοφάγοι, καθώς και τα ερείπια του αρχαίου θεάτρου της Τελμησσού ενώ από την πιο πρόσφατη ιστορία της το κάστρο των Ιωαννιτών ιπποτών της Ρόδου.
Επίσκοπος «Τελμησσού και Μάκρης» παρευρέθηκε στην Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Η δεύτερη αναφορά μετά την Σύνοδο τη Χαλκηδόνας είναι το 1316 στην επισκοπή «Μάκρης και Λιβισιού», που δείχνει ότι η σχέση Μάκρης και Λιβισιού είναι πολύ παλιά. Το 1731 το Λιβίσι και το Καστελόριζο υπάχθηκαν στην Μητρόπολη Πισιδίας.
Ο πληθυσμός του Λιβισιού ξεκινάει από 328 νοικοκυριά το 1835 και αυξάνεται σταδιακά για να φτάσει τα 726 νοικοκυριά το 1886. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που συγκέντρωσε το Ελληνικό Κράτος το 1910 το Λιβίσι έχει 4.450 κατοίκους, από τους οποίους μόνο οι 450 Μουσουλμάνοι και η Μάκρη 4.785 κατοίκους, από τους οποίους 2000 Έλληνες, 1500 Οθωμανούς, 1285 περίπου Εβραίους. Όπως δείχνουν όλες οι μαρτυρίες η Μάκρη είναι ένας πολύ νεότερος οικισμός, μια αποικία του Λιβισιού, ο οποίος ξεκινά ως ένας εμπορείο με ένα μικρό αριθμό αποθηκών και εξελίσσεται σε οικισμό. Ο οικισμός αναπτύχθηκε απότομα μετά το 1840 με την άφιξη πληθυσμού από τα Δωδεκάνησα που ακολούθησε την ανάπτυξη του λιμανιού. Η ανάπτυξη προσελκύει και πολλούς ξένους, όπως μαρτυρά και ο διορισμός προξενικών πρακτόρων στην περιοχή, που ανακαλύπτουν τα σημαντικά προϊόντά της και κυρίως την δυνατότητα μεταφοράς τους χάρη στο ασφαλές λιμάνι της Μάκρης. Το 1851 ένας καταστρεπτικός σεισμός επηρέασε την πόλη. Το 1878 η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση ορυχείων χρωμίου από τον Χατζή Νικόλαο Λουϊζίδη σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας οικονομικής άνθισης. Η μοντέρνα, ευρωπαϊκή Μάκρη χτίζεται μετά το 1886, όταν μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη με αποτέλεσμα να ξαναχτισθεί ρυμοτομημένη. Τότε σκεπάστηκαν τα έλη, φτιάχτηκε η προκυμαία και πολλοί Λιβισιανοί εγκαταστάθηκαν στη Μάκρη, όπου ο πληθυσμός ήταν κυρίως Λιβισιανοί και Ροδίτες. Την ανοικοδόμηση της πόλης ακολούθησε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Μετά το 1897 ωστόσο αυξήθηκε και ο μουσουλμανικός πληθυσμός κυρίως με την άφιξη Τουρκοκρητών.
Με βάση την οθωμανική διοικητική διαίρεση τα τελευταία χρόνια πριν την Έξοδο η Μάκρη ήταν καζάς (kaza) και έδρα καϊμακάμη (kaymakam) ενώ η κοντινότερη ανώτερη εξουσία, ο μουτεσαρίφης (mutesarif), ήταν στα Μούγλα και ο νομάρχης (vali) στη Σμύρνη. Το Λιβίσι διοικητικώς υπαγόταν στη Μάκρη, είχε προεστό (muhtar) Χριστιανό, ο οποίος διοριζόταν από τις τουρκικές αρχές αλλά από το 1914 αποτέλεσε ξεχωριστή διοίκηση (müdürlük).
Οι μαρτυρίες Μακρολιβισιανών για τις σχέσεις των Ελληνορθοδόξων με το οθωμανικό κράτος και τους μουσουλμάνους τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν της αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών επιβεβαιώνουν το μοτίβο το οποίο συναντάμε και στις μαρτυρίες προσφύγων από άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, αναφέρονται δηλαδή σε μια σχετικά αρμονική συμβίωση μέχρι το 1908, στις νέες ελπίδες που γέννησε η Νεοτουρκική επανάσταση καθώς και στην σταδιακή επιδείνωση των σχέσεων μετά το 1908, που μετά το τραύμα των βαλκανικών πολέμων και σε όλα τα χρόνια του α΄ παγκοσμίου πολέμου παίρνει πια την μορφή οργανωμένων διωγμών. Ο πρώτος διωγμός του 1914 έπληξε και τις δυο περιοχές και έκανε συγγραφέα και της εποχής να γράψει: «Η απογύμνωσις των Μικρασιατικών παραλίων από το Ελληνικόν στοιχείον δεν θα ήτο πλήρης, εφ’ όσον έμενον όρθιαι αι κοινότητες Μάκρης (απέναντι της Ρόδου) και του παρακειμένου Λειβησίου.»
Τα χρόνια του Α Παγκοσμίου Πολέμου η Μάκρη, όπως και ολόκληρη η περιοχή του Αιγαίου, υφίσταται τις συνέπειες τόσο των εχθροπραξιών όσο και της εσωτερικής πολιτικής του Οθωμανικού κράτους. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των οθωμανικών αρχών στους μη Μουσουλμάνους υπηκόους τους και οι συχνές κατηγορίες για κατασκοπεία, ήταν από τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογούν ακόμη και τα ακραία μέτρα που «επέβαλαν» οι έκτακτες συνθήκες του πολέμου. Τα έτη 1916, 1917 και 1918 εφαρμόστηκε και στην περιοχή της Μάκρης το μέτρο του εκτοπισμού. Πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες και την έκταση των εκτοπισμών αντλούμε από τις μαρτυρίες Μακροληβισιανών.
Αμέσως μετά τον Πόλεμο όπως πολλές κοινότητες έτσι και η Δημογεροντία Μάκρης απευθύνει ψηφίσματα στις νικήτριες δυνάμεις, δηλώνοντας την βούλησή της να μην δεχθεί παρά μόνο την ένωση με την Ελλάδα. Παρότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι στο στρατόπεδο των ηττημένων και ο χριστιανικός πληθυσμός αναμένει την τιμωρία της κυβέρνησης των χρόνων του πολέμου για τους διωγμούς, και μετά τον πόλεμο η κατάσταση εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τους χριστιανικούς πληθυσμούς καθώς οι ανταγωνισμοί μεταξύ των Συμμάχων και συγκεκριμένα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα περιπλέκουν την κατάσταση. Μετά το τέλος του πολέμου τον Απρίλιο η περιοχή από την Μάκρη έως την Αττάλεια καταλαμβάνεται από τα ιταλικά στρατεύματα. Η Ιταλία εκφράζει ανοικτά τις διεκδικήσεις της στα μικρασιατικά παράλια και ιδιαιτέρως μετά την άφιξη της Ελληνικής Διοίκησης στην Σμύρνη ο ελληνοϊταλικός ανατγωνισμός κορυφώνεται.
Έξοδος
Όπως και στις περισσότερες περιοχές η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων ήταν γυναίκες και παιδιά. Η «έξοδος» από τη Μάκρη και το Λιβίσι έγινε με πλοία και οι πρώτοι μεταβατικοί σταθμοί ήταν η Ρόδος, όπου μεγάλος αριθμός εγκαταστάθηκε και ζει έως και σήμερα, το Καστελόριζο, η Τζιά, και η Τήνος. Πολλοί Μακρολιβισιανοί πέρασαν τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά, στην Δραπετσώνα και στα Καλοκαιρινά μέχρι να εγκατασταθούν στη σημερινή Νέα Μάκρη. Κάποιες οικογένειες περιπλανήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως στην Ιτέα, στην Άμφισσα, στο Γαλαξείδι, στη Κοζάνη, Κρήτη, στο Δραχμάνι Καρδίτσας ενώ κάποιοι μετανάστευσαν στην Γαλλία και την Αυστραλία όπου ακόμη υπάρχει παροικία. Η ιστορία των πρώτων χρόνων της εγκατάστασης των προσφύγων, κυρίως στους οικισμούς αγροτικής εγκατάστασης, επαναλαμβάνεται λίγο πολύ. Οι συνθήκες είναι παρόμοιες. Οι πρόσφυγες είχαν να αντιμετωπίσουν τεράστιες πρακτικές δυσκολίες αλλά και συχνά ήρθαν αντιμέτωποι με την καχυποψία και την ανοιχτή εχθρότητα των πληθυσμών στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη όλων των προσφυγικών οικισμών τα χρόνια που ακολούθησαν επιβεβαιώνει την γενική διαπίστωση των ιστορικών ότι η ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία επέφερε εθνολογική ομοιογένεια στην χώρα, ενδυνάμωση της οικονομίας της, ανάπτυξη της αστικοποίησης και εμπλούτισε την πολιτισμική ζωή της Ελλάδας. Παρά την τραγικότητα της Ανταλλαγής και το τέλος της μακραίωνης παρουσίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, οι αστείρευτες παραδόσεις της μπόλιασαν και πλούτισαν τον σύγχρονο νεοελληνικό πολιτισμό σε βαθμό που να μην μπορούμε να φανταστούμε σήμερα πώς θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τους Μικρασιάτες. Ενάμισυ εκατομμύριο Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, που τότε ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 5.000 εκατομμύρια, κατάφεραν να μετατρέψουν την τραγωδία τους σε πετυχημένη ιστορία ένταξης.